- έμβρεγμα
- το (Α ἔμβρεγμα)βρεγμένο επίθεμα, κομπρέσανεοελλ.το φαρμακευτικό προϊόν που λαμβάνεται με τη μέθοδο τής εμβροχής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔμβρεγμα — lotion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρεγμάτων — ἔμβρεγμα lotion neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρέγμασι — ἔμβρεγμα lotion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρέγματα — ἔμβρεγμα lotion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβροχή — (I) η (Α ἐμβροχή) 1. το να εμβραχεί κάτι, ύγρανση, μούσκεμα νεοελλ. 1. η διήθηση τού δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό υγρό 2. μέθοδος εκχύλισης δρόγης για παραλαβή τών δραστικών συστατικών της αρχ. έμβρεγμα, κομπρέσα. (II) ἐμβροχή, η (Α)… … Dictionary of Greek